Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπ' ἀρωγῇ

См. также в других словарях:

  • ἀρωγῇ — ἀρωγή aid fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγή — aid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρωγή — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 233 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγείρου. * * * η (AM ἀρωγή) (Α) [αρήγω] η βοήθεια, η επικουρία ή η περίθαλψη νεοελλ. το ποσό που δίνεται ως δάνειο ή βοήθημα …   Dictionary of Greek

  • αρωγή — η βοήθεια, συνδρομή, προστασία: Η αρωγή των αδελφών του στην ανάδειξή του ήταν πολύ σημαντική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρωγῆι — ἀρωγῇ , ἀρωγή aid fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγαῖς — ἀρωγή aid fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγαί — ἀρωγή aid fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγῆς — ἀρωγή aid fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγήν — ἀρωγή aid fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγῶν — ἀρωγή aid fem gen pl ἀρωγός aiding masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»